|
| "C", " -" |
|
|
| |
Θα ήθελα να εκφράσω τα συγχαρητήριά μου στην ομάδα του περιοδικού CΥΝΑΞΗ που, για άλλη μια φορά, ανέλαβε την πρωτοβουλία να οργανώσει μια συζήτηση για τις σχέσεις Πολιτείας-Εκκλησίας. Είναι ένα ζήτημα που έχει μακριά προϊστορία. Οι πρώτες συγκεχυμένες προτάσεις ακούστηκαν στα χρόνια του διχασμού, σχεδόν πριν από εκατό χρόνια. Στα νεότερα χρόνια, από το 1998, το θέμα έλαβε έντονη και σαφή διάσταση με ιδιαίτερη οξύτητα εξαιτίας της αμετροέπειας της τότε εκκλησιαστικής ηγεσίας. Η CΥΝΑΞΗ, όμως, προσεγγίζει το όλο ζήτημα με νηφαλιότητα και δίνει το βήμα για να ακουστούν όλες οι απόψεις στα πλαίσια ενός πραγματικού και ουσιαστικού διαλόγου.
Πολύ σωστά, το θέμα της σημερινής συζήτησης είναι «ο αναστοχασμός» των σχέσεων Κράτους –Εκκλησίας» και όχι ο «χωρισμός» Κράτους – Εκκλησίας. Στη γλώσσα μας, η λέξη «χωρισμός» είναι φορτισμένη αρνητικά, υποδηλώνει, μάλιστα, μια «εχθρότητα» μεταξύ των δυο αντιτιθέμενων πολιτικών θέσεων. Παράλληλα, η πολεμική που έχει κατά καιρούς εκδηλωθεί με αφορμή αυτήν την έκφραση («χωρισμός Κράτους- Εκκλησίας»), κατά την άποψή μου, καλύπτει την ουσία του θέματος. Ποια είναι η ουσία; Η ουδετερότητα του Κράτους απέναντι στη θρησκευτική πίστη είναι βασική αρχή του δημοκρατικού πολιτεύματος. Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις των πολιτών είναι προσωπικό τους δεδομένο, ανήκουν, δηλαδή, στην ιδιωτική σφαίρα. Αντίθετα, οι κανόνες της Πολιτείας που ρυθμίζουν και εγγυώνται το θρησκευτικό πλουραλισμό και την ανεξιθρησκία ανήκουν στη δημόσια σφαίρα. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο πιστεύω ότι - αντί της έκφρασης «χωρισμός Κράτους-Εκκλησίας» - θα ήταν ίσως πιο σωστή η διατύπωση, επιτέλους μετά εκατό χρόνια, «διακανονισμός των ευθυνών που έχει το Κράτος ως προς την Εκκλησία ή ως και προς άλλους συλλογικούς φορείς που εκφράζονται μέσα από συγκεκριμένους τομείς δραστηριοτήτων». Αρκετά συχνά ακούγεται η άποψη ότι η θεώρηση της θρησκευτικής πίστης ως προσωπικό δεδομένο είναι μια «εισαγόμενη» δυτικοευρωπαϊκή τάση που δεν έχει ουδεμία σχέση με την πραγματικότητα και την Ιστορία της νεώτερης Ελλάδας, αλλά και της Βαλκανικής γενικότερα. Πράγματι, ο ρόλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη γένεση των Εθνών-Κρατών της Βαλκανικής από τα απομεινάρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είναι ιστορικά καταγεγραμμένος. Στην Ελλάδα, η Εκκλησία και, ειδικότερα, ο κατώτερος κλήρος λειτούργησαν πολύ πριν τη σύσταση του Νεοελληνικού Κράτους ως συνδετικός κρίκος του Ελληνισμού παίζοντας σημαντικό ρόλο στην διατήρηση της ιστορικής μνήμης, της γλώσσας και των παραδόσεών. Η συμβολή του κλήρου – και όχι τόσο της ηγεσίας της Εκκλησίας - στον αγώνα της Ανεξαρτησίας που οδήγησε στην ίδρυση του νέου Ελληνικού Κράτους είναι ιστορικά καταγεγραμμένη. Το πρόβλημα στις σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας γεννάται από τη στιγμή που η θρησκεία θα γίνει στοιχείο της κυρίαρχης κρατικής ιδεολογίας, αρχής γενομένης από το Βασιλικό διάταγμα του 1833 με το οποίο η Εκκλησία της Ελλάδος αποκόπτεται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και γίνεται νομικό εξάρτημα του νεοσύστατου Κράτους με αρχηγό το ρωμαιοκαθολικό βασιλιά Όθωνα. Είναι η περίοδος όπου πραγματοποιείται μια εκτεταμένη εκστρατεία «ελληνοποίησης» – εθνικοποίησης θα έλεγα - του ξένου μονάρχη προκειμένου να γίνει αποδεκτός από τα πλατιά στρώματα του Λαού που αντιδρούν στην απολυταρχία του βαυαρικού καθεστώτος. Ας θυμηθούμε τα πορτραίτα του Όθωνα που τον απεικονίζουν, σε μικρή ή σε ώριμη ηλικία, ντυμένο με τη φορεσιά των Κλεφτών να στέκεται δίπλα στα ερείπια αρχαίων ναών.
Από το 1833 έως τη Μεταπολίτευση του 1974, η Εκκλησία θα απολέσει τον πνευματικό καθοδηγητικό της ρόλο, θα μεταβληθεί σε υποχείριο της εξουσίας και κατά καιρούς θα την υπηρετήσει κομματιζομένη με βίαιο και αυταρχικό τρόπο : αναθεματίζοντας τον δημιουργό της Μεγάλης Ελλάδας, Ελευθέριο Βενιζέλο, και με ηγήτορα τον τότε αρχιεπίσκοπο Θεόκλητο Μηνόπουλο που πρώτος λιθοβόλησε το ομοίωμα του εθνάρχη στο πεδίο του Άρεως ή στα νεότερα χρόνια όπου ο εκλεκτός της δικτατορίας των Συνταγματαρχών υπήρξε ο Ιερώνυμος. Ο κρατικός παρεμβατισμός στα εσωτερικά της Εκκλησίας επισημοποιείται με τον πλέον απόλυτο τρόπο όταν εγκαθίσταται στη χώρα το σκληρό μετεμφυλιακό Κράτος. Καθυποτάσσεται, έτσι, ολόκληρος ο μηχανισμός της Εκκλησίας, ο οποίος ευθυγραμμίζεται με τη λογική των νικητών του Εμφυλίου και χρησιμοποιείται συχνά ως εργαλείο ιδεολογικής επιβολής. Η θρησκεία ενσωματώνεται στο αντικομουνιστικό οπλοστάσιο και γίνεται υπέρτατη αξία της επίσημης κρατικής ιδεολογίας, η οποία συνοψίζεται στο γνωστό τρίπτυχο «Πατρίς – Θρησκεία – Οικογένεια». Έτσι συνομολογήθηκε η «αμαρτωλή» σχέση Κράτους και Εκκλησίας που θα γνωρίσει τη χειρότερή της ώρα στα μαύρα χρόνια της δικτατορίας με το «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών». Τα απομεινάρια αυτά συνέχισαν να εκφράζονται με αμείωτη θρασύτητα και μετά το 1998 προσδιορίζοντας ως «γραικύλους» κάθε αντίθετη δημοκρατική φωνή. Τους πρώτους μήνες του 2005, η εκκλησιαστική κρίση που είδε το φως της δημοσιότητας αποκάλυψε μπροστά στα έκθαμβα μάτια όλων μας ότι κάποιες παρακρατικές, «μετεμφυλιακές» πρακτικές είχαν επιβιώσει στους κόλπους της Εκκλησίας παρά τη διάρκεια και τη σταθερότητα του δημοκρατικού μας Πολιτεύματος. Στη δεκαετία 1998-2008, οι παραεξουσιαστικές πρακτικές άλλων εποχών απέκτησαν μια νέα δυναμική λόγω της ιδιότυπης πολιτικής δράσης που διεκδικούσε για τον εαυτό του ο τότε εκκλησιαστικός ηγήτορας, μια πολιτική δράση που αντανακλούσε αναχρονιστικές και επικίνδυνες θεοκρατικές αντιλήψεις. Υπό το πρίσμα των όσων ανέφερα, το ζήτημα της επανεξέτασης των σχέσεων Κράτους-Πολιτείας στη χώρα μας δεν είναι μια «ξενόφερτη» τάση, όπως συχνά ακούγεται. Είναι ένα ζήτημα βαθιά πολιτικό που αφορά στην ποιότητα των δημοκρατικών μας θεσμών. Ο δημιουργός του νεώτερου Ιταλικού κράτους Camilo Cavour που δρομολόγησε, ύστερα από πολύχρονη ρήξη με το ισχυρό Βατικανό, το διαχωρισμό Εκκλησίας-Πολιτείας στην παποκρατούμενη γείτονα χώρα ήταν όντως δυτικο-ευρωπαίος. Η φιλοσοφία και το όραμά του περικλείεται στην ιστορική ρήση του «Ελεύθερη Εκκλησία σε ένα Ελεύθερο Κράτος». Η φράση αυτή έχει οικουμενική ισχύ, μας αφορά σήμερα, όπως άλλωστε οικουμενική είναι και η ισχύς της ορθόδοξης πίστης. Για εμένα προσωπικά, είναι αδιανότητο να περιχαρακώνεται η οικουμενικότητα του χριστιανισμού στα εθνικά σύνορα και να στρεβλώνεται ως «εθνική πίστη». Δεν υπάρχει θρήσκευμα που να θέλει να αυτοπεριορισθεί στα σύνορα μιας εθνότητας γιατί τότε χάνει την οικουμενικότητά του. Κυρίες και κύριοι, Η μεγάλη ευκαιρία για να αλλάξει το καθεστώς του «εναγκαλισμού» Κράτους-Εκκλησίας χάθηκε με την Μεταπολίτευση είτε διότι η Συντηρητική Παράταξη δεν επιθυμούσε πραγματικά την απεξάρτηση της Εκκλησίας από το Κράτος είτε διότι οι συνθήκες, πολύ απλά, δεν ήταν ώριμες για μια τόσο μεγάλη μεταβολή. Εξάλλου, τα τραύματα της δικτατορίας ήταν ακόμη ανοιχτά και οι δομές του Κράτους ήταν ακόμη σαθρές. Σταδιακά, βέβαια, έγιναν ουσιαστικά βήματα στην κατεύθυνση του διοικητικού διαχωρισμού Εκκλησίας – Κράτους όπως, μετά το 1981, με το αυτόματο διαζύγιο, τη νομιμοποίηση της ανύπαντρης μητέρας, τον πολιτικό γάμο, την κατάργηση του μεταξικού δημιουργήματος της αναγραφής του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες. Ωστόσο, αρκετές αλλαγές έμειναν πίσω. Θα θυμίσω την πρόταση 53 βουλευτών – κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος του 1998 – για αντικατάσταση του θρησκευτικού όρκου σε όλες τις πολιτειακές διαδικασίες με τη λιτή διαβεβαίωση, ενώπιον της Βουλής, ότι θα υπηρετούν το λαό «στο όνομα του Συντάγματος και του Κράτους» οι εκλεγμένοι εκπρόσωποί του, όπως συμβαίνει σ' όλη την Ευρώπη. Είχα την τιμή της πρωτοβουλίας για τη σύνταξη και την κατάθεση αυτής της πρότασης, η οποία δεν ευτύχησε τελικά να υπερψηφισθεί και να περιληφθεί στο νέο κείμενο του Συντάγματος. Μας αποκάλεσαν, μάλιστα, «γραικύλους» επειδή θελήσαμε να εκσυγχρονίσουμε τους θεσμούς και να εναρμονίσουμε τη χώρα με όσα από δεκαετίες ισχύουν στην Ευρώπη, ακόμα και στις χώρες στις οποίες η Εκκλησία διαδραμάτισε ένα πολύ σημαντικό ιστορικό ρόλο, όπως στη Γαλλία όπου, στα 1905, ο Αριστίντ Μπριάν δημιούργησε το λαϊκό Κράτος αφαιρώντας όλες τις πολιτειακές εξουσίες που είχε η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Υπάρχουν, βεβαίως, και άλλα σοβαρά ζητήματα τα οποία, εάν είχαμε το θάρρος να τα αντιμετωπίσουμε έγκαιρα, δεν θα είχαμε ζήσει φαινόμενα όπως αυτό της υπόθεσης Βατοπεδίου. Το 1987, όταν ο αείμνηστος Αντώνης Τρίτσης κατέθεσε το νομοσχέδιο για τη μοναστηριακή περιουσία, ξέσπασε μια πρωτοφανής κρίση στις σχέσεις Εκκλησίας-Πολιτείας. Τελικά, το νομοσχέδιο ψηφίστηκε ως νόμος του Κράτους, ο οποίος έχει μείνει ανενεργός για περισσότερο από δύο δεκαετίες. Νομίζω, λοιπόν, ότι Εκκλησία και Πολιτεία θα πρέπει να δούμε το θέμα των σχέσεών μας με ψυχραιμία και με ανοιχτούς ορίζοντες διότι, σήμερα, οι προκλήσεις που έχουμε να διαχειριστούμε είναι πολύ μεγαλύτερες από εκείνες της δεκαετίας του '80. Θα αναφέρω δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα που κάνουν επιτακτική την ανάγκη να επανακαθορίσουμε τις σχέσεις μας: Το τεράστιο μεταναστευτικό ρεύμα της τελευταίας δεκαπενταετίας άλλαξε άρδην την όψη και τη λειτουργία της ελληνικής κοινωνίας επηρεάζοντας βαθύτατα τις δομές της. Με το 10% του πληθυσμού της χώρας να είναι μετανάστες μη χριστιανικών δογμάτων, η ελληνική κοινωνία έχει de facto μεταβληθεί σε πολυπολιτισμική. Κατά συνέπεια, ο βαθμός της ουδετερότητας του Κράτους απέναντι σε κάθε θρησκεία - είτε είναι «αριθμητικώς υπερτέρα» είτε είναι μειοψηφική – είναι δείκτης σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το δεύτερο παράδειγμα αφορά στην έκταση του φαινομένου της φτώχειας. Γνωρίζετε ότι στην Ελλάδα του 21ου αιώνα περίπου 2.000.000 συμπολίτες μας βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας. Λόγω της οικονομικής κρίσης που διανύουμε ο αριθμός αυτός θα αυξηθεί στα επόμενα χρόνια. Η εξάλειψη της φτώχειας αφορά στο σύνολο της κοινωνίας. Οι δράσεις προς αυτόν το σκοπό έχουν ως άμεσους αποδέκτες τις λεγόμενες «ευπαθείς κοινωνικά ομάδες» του πληθυσμού, δηλαδή, τις ομάδες εκείνες που λόγω φύσης και θέσης είναι περισσότερο εκτεθειμένες στον κίνδυνο της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Οι ομάδες αυτές, ωστόσο, δεν αποτελούν ένα ξεκομμένο τμήμα του πληθυσμού, αλλά βρίσκονται σε στενή σχέση αλληλεξάρτησης με την κοινωνία στην οποία ανήκουν. Στο εξής, η φτώχεια δεν είναι (μόνο) το αντικείμενο της «παραδοσιακής» φιλανθρωπίας : ο τρόπος με τον οποίο η κοινωνία και ο θεσμικός της εκφραστής - το Κράτος - τοποθετούνται απέναντι στη φτώχεια προδιαγράφει την αναπτυξιακή πορεία, οικονομική, κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική, που θα διαγράψουν στο μέλλον. Μπορούμε, όμως, να αντιμετωπίσουμε τη φτώχεια χωρίς τη συνδρομή της Εκκλησίας; Νομίζω πως όχι. Η Εκκλησία είναι αυτή που διαθέτει ένα εκτεταμένο δίκτυο παροχής υπηρεσιών για σίτιση, ένδυση, κατάλυμα κ.λ.π., υπηρεσίες οι οποίες - για κάποιους πολίτες - είναι ζήτημα επιβίωσης. Χαιρόμαστε που, σήμερα, με τη σεμνή και εμπνευσμένη καθοδήγηση του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου γίνεται μια σημαντική αρχή. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι το θέμα των σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας μπορεί να λυθεί μόνο με αναθεώρηση του Συντάγματος. Και είναι ιδιαίτερα αποκαρδιωτικό το γεγονός ότι, κατά την τελευταία διαδικασία αναθεώρησης, η τότε κυβέρνηση δεν είχε το θάρρος να προχωρήσει σε έναν ουσιαστικό δημόσιο διάλογο και μια ουσιαστική μεταρρύθμιση παρόλο που ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος προηγήθηκε της πολιτικής τάξης της χώρας και μίλησε π.χ. για κατάργηση του θρησκευτικού όρκου και για επανακαθορισμό των σχέσεων Εκκλησίας-Πολιτείας. Ωστόσο, αρκετά θέματα που έχουν να κάνουν με το πρόβλημα των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας μπορούν να λυθούν νομοθετικά αμέσως. Αναφέρω ως παράδειγμα το θέμα της καύσης των νεκρών το οποίο ήδη διευθετήθηκε με νόμο του Κράτους ή το ζήτημα της από-ποινικοποίησης της βλασφημίας, ένα άλλο ζήτημα στο οποίο ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος διατύπωσε τη πρωτοπόρα σκέψη του υιοθετώντας ουσιαστικά το ψήφισμα του Συμβουλίου της Ευρώπης το οποίο θεωρεί τη βλασφημία εκδήλωση της ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου που δεν σχετίζεται με παράνομες πράξεις. Η διευθέτηση παρόμοιων ζητημάτων, με τα οποία βρίθει η ισχύουσα νομοθεσία, θα τακτοποιήσει δευτερεύουσες πτυχές του θέματος και θα δημιουργήσει τους αναγκαίους όρους για να διευθετηθούν πολύ μεγαλύτερα θέματα, αυτά που απαιτούν Συνταγματική αναθεώρηση. Πιστεύω πως οι συνθήκες είναι πλέον ώριμες για εξορθολογισμό των σχέσεων Κράτους-Πολιτείας. Οι πολίτες τοποθετούνται θετικά απέναντι σε αυτήν την προοπτική χωρίς να έχουν απολέσει στο ελάχιστο τη θρησκευτικότητά τους. Οι πλειοψηφία των πολιτικών προσώπων, επίσης, επιθυμεί να βάλει ένα τέλος στο στρεβλό εναγκαλισμό Κράτους-Εκκλησίας. Κλείνοντας την παρέμβασή μου θα ήθελα, για άλλη μια φορά, να τονίσω ότι είναι ευτυχής συγκυρία που στην κεφαλή της Εκκλησίας της Ελλάδος βρίσκεται, σήμερα, αυτή η σεμνή και εμπνευσμένη προσωπικότητα, ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος. Με τον ενωτικό και βαθιά πνευματικό λόγο του που αγγίζει τις καρδιές όλων μας, το αθόρυβο αλλά τόσο πλούσιο κοινωνικό έργο του, την πρωτοπορία της σκέψης του ανοίγει δρόμους προς ένα καλύτερο μέλλον. Τον τιμούμε όλοι μας. Σας ευχαριστώ.
| |
|
|
 |
 |
|
|
|